- λευγαλέος
- λευγαλέος, -α, -ον (Α)1. (για πρόσ.) δυστυχής, αξιολύπητος («πτωχῷ λευγαλέῳ ἐναλίγκιον ἠδὲ γέροντι», Ομ. Οδ.)2. (για καταστάσεις ή αφηρημένες έννοιες) οικτρός, θλιβερός, λυπηρός («λευγαλεῷ θανάτῳ», Ομ. Οδ.)3. (για αντικείμενα) άθλιος, ελεεινός («λευγαλέος χιτὼν πεπηνωμένος», Φιλήτ.)4. ρευστός, υγρός, διάβροχος («μύρου λευγαλέου», Σοφ.).επίρρ...λευγαλέως (Α)φρ. «λευγαλέως χωρῶ» — βρίσκομαι σε δυσχέρεια.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ζεύγος λευγαλέος: λυγρός αντιστοιχεί στο σχήμα ἐρευθαλέος: ἐρυθρός: ἔρευθος (τὸ), κυδάλιμος: κυδρός: κῦδος (τὸ), χωρίς όμως να μαρτυρείται ουδ. *λεῦγος. Οι τ. συνδέονται με λατ. lugeo «πενθώ», πιθ. < *lūgus < IE *lougos < ΙΕ ρίζα *leug «σπάω», στην οποία ανάγεται και το *λεῦγος. Η συγγένεια τών σημασιών «σπάω - πενθώ, θρηνώ» οδηγεί στη σύνδεση τών λατ. και ελλ. τ. με αρχ. ινδ. rujati «σπάω, βασανίζω», λιθουαν. laužti «σπάω»].
Dictionary of Greek. 2013.